διδακτός

διδακτός
διδακτός, ή, όν (s. διδάσκω; Pind., X., Pla. et al.=teachable; so also PsSol 17:32; EpArist 236; Philo).
pert. to being taught, taught, instructed of pers. as recipients of instruction (1 Macc 4:7) διδακτοὶ θεοῦ taught by God J 6:45 (Is 54:13; cp. PsSol 17:32 βασιλεὺς δίκαιος διδακτὸς ὑπὸ θεοῦ; Socrat., Ep. 1, 10 προηγόρευσα … διδάσκοντος τ. θεοῦ).
pert. to being communicated as instruction, imparted, taught (Jos., Bell. 6, 38) w. gen. (Soph., El. 344 νουθετήματα κείνης διδακτά taught by her) ἐν διδακτοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις in words imparted by human wisdom, opp. ἐν δ. πνεύματος in that which is imparted by the Spirit to someone 1 Cor 2:13.—M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διδακτός — taught masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδακτός — ή, ό (Α διδακτός, ή, όν και ός, όν) [διδάσκω] νεοελλ. αυτός που μπορεί να μεταδοθεί με διδασκαλία αρχ. 1. (για πράγματα) διδαγμένος, μαθημένος 2. (για άνθρωπο) έμπειρος, εξασκημένος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διδακτά όσα επιτρέπεται να… …   Dictionary of Greek

  • διδακτός, -ή — ό αυτός που είναι δυνατόν να διδαχθεί: Οι αρχές και οι αξίες είναι αρετές διδακτές στα παιδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διδακτά — διδακτός taught neut nom/voc/acc pl διδακτά̱ , διδακτός taught fem nom/voc/acc dual διδακτά̱ , διδακτός taught fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδακτῶν — διδακτός taught fem gen pl διδακτός taught masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδακτόν — διδακτός taught masc acc sg διδακτός taught neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδακταῖς — διδακτός taught fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδακταί — διδακτός taught fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδακτοῖς — διδακτός taught masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδακτοί — διδακτός taught masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδακτοῦ — διδακτός taught masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”